πυρ-πάλαμος

πυρ-πάλαμος

πυρ-πάλαμος, feurig geschwungen, βέλος, der Blitz, Pind. Ol. 11, 80; nach Eust. u. A. feuerschnell wirkend, thätig, auch ποικίλος τὸ ἦϑος, listig, verschlagen; πυρπαλάμη, Suid., ὁ ταχέως τι ἐπινοῶν καὶ παλαμώμενος ἴσα πυρί, soll wahrscheinlich πυρπαλάμης heißen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρπάλαμος — ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α 1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» ο κεραυνός, Πινδ.) 2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”