- εὐ-φαής
εὐ-φαής, ές, sehr, schön leuchtend, Nonn. D. 8, 111 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-φαής, ές, sehr, schön leuchtend, Nonn. D. 8, 111 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυφαής — εὐρυφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει σε απόσταση, που λάμπει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ηδυφαής — ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, ές (Α) αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ηεροφαής — ἠεροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερό , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ηλεκτρο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφαής — ἠλεκτροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ημεροφαής — ἡμεροφαής, ές (AM) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας. επίρρ... ἡμεροφαῶς (Μ) στο φως τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο φαής, λαμπρο φαής] … Dictionary of Greek
ημιφαής — ἡμιφαής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτο φαής, πασι φαής] … Dictionary of Greek
θεοφαής — θεοφαής, ές (Μ) αυτός που λάμπει θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
ισοφαής — ἰσοφαής, ές (Α) αυτός που έχει την ίδια λάμψη, την ίδια λαμπρότητα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο φαής, λευκο φαής] … Dictionary of Greek
καινοφαής — καινοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει με καινούργιο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
κελαινοφαής — κελαινοφαής, ές (Α) αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι τής Νύχτας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο φαής, ολιγο φαής] … Dictionary of Greek
κεραυνοφαής — κεραυνοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + φαής (< φάος), πρβλ. νυκτι φαής, κεραυνο φαής] … Dictionary of Greek