εὐ-φορία

εὐ-φορία

εὐ-φορία, ή, das reichliche Tragen, die Fruchtbarkeit, καρπῶν, Fruchtfülle, Sp., wie Alciphr. 1, 24. – Das leichte Tragen, Geduld, Galen. – Gewandtheit, Poll. 4, 97.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -φορία — ΝΜΑ βλ. φόρος …   Dictionary of Greek

  • κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] …   Dictionary of Greek

  • Σκιροφόρια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Την τελούσαν στις 12 του μηνός Σκιροφοριώνα (Ιούνιος Ιούλιος). Στο διάστημα της γιορτής μεταφερόταν σε πομπή από την Ακρόπολη στην Ιερά Οδό το μεγάλο λευκό σκιάδιο (σκίρον), και κάτω από το… …   Dictionary of Greek

  • παρασημοφορία — η 1. απονομή παρασήμου σε κάποιον ως ηθική αμοιβή για εξαίρετες πράξεις 2. η λήψη, από ένα πρόσωπο, παρασήμου που τού απονεμήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορία (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο Φυλλάδιον …   Dictionary of Greek

  • ποδοφορία — ἡ, Μ ταξίδι με τα πόδια, πεζοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + φορία (< φόρος < φέρω), πρβλ. καρπο φορία] …   Dictionary of Greek

  • ροδοφόρια — τὰ, Α ο ῥοδισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρια (< φόρος < φέρω), πρβλ. Ανθεσ φόρια] …   Dictionary of Greek

  • τελετηφορία — ἡ, Α τελετουργία, ιεροτελεστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + φορία (< φόρος*), πρβλ. θανατη φορία] …   Dictionary of Greek

  • χρυσεμπαστοφόρια — τά, Α αντικείμενα με ανάγλυφη διακόσμηση από χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσέμπαστος + φόρια, πληθ. ουδ. τού φόριος (< φόρος*), πρβλ. θεσμο φόρια] …   Dictionary of Greek

  • νικαφορία — νῑκᾱφορίᾱ , νικηφορία victory fem nom/voc/acc dual (doric) νῑκᾱφορίᾱ , νικηφορία victory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικαφορίας — νῑκᾱφορίᾱς , νικηφορία victory fem acc pl (doric) νῑκᾱφορίᾱς , νικηφορία victory fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”