εὐ-φόρμιγξ

εὐ-φόρμιγξ

εὐ-φόρμιγξ, ιγγος, schön zur Cither gesungen, μολπή Opp. H. 5, 618; Nonn. – Λυκεῖος, die Cither schön spielend, Ep. ad. 482 (VII, 10).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φόρμιγξ — lyre fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγξ — (Μουσ.). Αρχαίο μουσικό όργανο, που έμοιαζε με άρπα, το παλαιότερο είδος εγχόρδων μουσικών οργάνων των αρχαίων Ελλήνων. Φ. χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί. Από πολλούς θεωρείται είδος κιθάρας και από άλλους όργανο παραπλήσιο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Форминга — (Φόρμιγξ) древнейший струнный инструмент греческих певцов, типа лиры или кифары; нередко эти три наименования употребляются безразлично одно вместо другого. Во время игры Ф. держали с помощью перевязи, которая перекидывалась через плечо. Ф.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ФОРМИНГА —    • Φόρμιγξ,          см. Musica, Музыка, 9 …   Реальный словарь классических древностей

  • φορμίγγεσι — φόρμιγξ lyre fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίγγεσσι — φόρμιγξ lyre fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίγγεσσιν — φόρμιγξ lyre fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίγγων — φόρμιγξ lyre fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγγα — φόρμιγξ lyre fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγγας — φόρμιγξ lyre fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγγες — φόρμιγξ lyre fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”