- πυρ-πνέουσα
πυρ-πνέουσα, für πυριπνέουσα, Conj. Herm. in Eur. Ion 202, was dah. getrennt zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-πνέουσα, für πυριπνέουσα, Conj. Herm. in Eur. Ion 202, was dah. getrennt zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek