εὐ-φρονέων

εὐ-φρονέων

εὐ-φρονέων ep. ἐϋφρονέων (nur im partic., denn Ar. Nubb. 554, u. sonst bei Att., wird εὖ φρονεῖν geschrieben), gut einsehend, einsichtsvoll, mit der Nebenbedeutung zugleich des Wohlwollens, Hom. oft in dem Verse ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν; sp. Ep., von denen Ap. Rh. 3, 998 auch das fem. ἐϋφρονέουσα hat, Han. 1, 233 εὐφρονέοντες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρονέων — φρονέω to be minded pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφρονώ — εὐφρονῶ, έω, μτγν. τ. αντί τού ορθού εὖ φρονῶ (Α) [εύφρων] 1. έχω καλή διάθεση, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος 2. (μτχ. ενεστ.) εὐφρονέων και θηλ. εὐφρονέουσα, επικ. τ. ἐϋφρονέων (ορθτ. εὖ ή ἐΰ φρονέων) αυτός που κάνει κάτι με ευμένεια ή με φρόνηση… …   Dictionary of Greek

  • αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • νηπίαχος — νηπίαχος, ον (Α) 1. νηπιώδης 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νηπίαχος το νήπιο 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νηπίαχα με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού νήπιος + κατάλ. αχος (πρβλ. στόμαχος: στόμα,… …   Dictionary of Greek

  • ā̆l-3 —     ā̆l 3     English meaning: to wander, roam     Deutsche Übersetzung: “planlos umherschweifen, irren; also geistig irre sein”     Material: Gk. ἄλη “the vagrancy, the wandering about “, ἀλάομαι (horn. Pf. ἀλάλημαι), ἀλαίνω “ wanders about “*,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”