- εὐ-τολμέω
εὐ-τολμέω, muthig, entschlossen sein, c. inf., Dio Cass. 55, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-τολμέω, muthig, entschlossen sein, c. inf., Dio Cass. 55, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολμέω — τολμάω Bodl. Quarterly Record pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμώ — τολμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [τόλμη] 1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να τού εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῑν», Αισχύλ.) 2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ 3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός … Dictionary of Greek