- εὐ-τοκία
εὐ-τοκία, ἡ, das leichte, glückliche Gebären, Plut. u. a. Sp.; Λητωὶς κούφην εὐτοκίην ἔπορεν Add. 4 (IX, 303); vgl. Ant. Th. 38 (IX, 268); τρισσὴ εὐτ, drei glücklich geborne Kinder, Leon. Ale X. 10 (IX, 349).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-τοκία, ἡ, das leichte, glückliche Gebären, Plut. u. a. Sp.; Λητωὶς κούφην εὐτοκίην ἔπορεν Add. 4 (IX, 303); vgl. Ant. Th. 38 (IX, 268); τρισσὴ εὐτ, drei glücklich geborne Kinder, Leon. Ale X. 10 (IX, 349).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τόκια — τόκιον interest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιντοκία — παλιντοκία, ἡ (Α) 1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί 2. η παλιγγενεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ τοκία] … Dictionary of Greek
υιοτοκία — ἡ, Μ η γέννηση γιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θηλυ τοκία] … Dictionary of Greek
υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek
υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek