- εὐ-τείχητος
εὐ-τείχητος, dasselbe, Φρυγίη H. h. Ven. 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-τείχητος, dasselbe, Φρυγίη H. h. Ven. 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχητός — ή, όν, Α [τειχῶ] οχυρωμένος με τείχος … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek