εὐ-τελής

εὐ-τελής

εὐ-τελής, ές, wohlfeil, wenig kostend, leicht zu haben, οὐχ ὁρᾷς τοὺς συκοφάντας ὡς εὐτελεῖς, καὶ οὐδὲν ἂν δέοι ἐπ' αὐτοὺς πολλοῦ ἀργυρίου Plat. Crit. 45 a; Xen. Hier. 1, 20; δίαιτα D. gic. 1, 45; οἰκήσεις 5, 21; dah. gering, schlecht, ὑποδεεστέρην καὶ εὐτελεστέρην ταρίχευσιν, τὴν δὲ τρίτην εὐτελεστάτην Her. 2, 86. Auch in sittlicher Beziehung, gemein, schlecht, Arist. pol. 2, 11; καὶ ταπειναὶ πόλεις D. sic. 13, 83; Plut. Vgl. Aesch. Spt. 473 ὁ σηματουργὸς δ' οὔτις εὐτελὴς ἄρ' ἦν, war kein gemeiner Künstler; – im guten Sinne, einfach, frugal, Xen. Mem. 1, 3, 5; Plut. öfter; βίος Plat. Legg. VII, 806 a; mit geringer Anstrengung verbunden, ῥᾴων καὶ εὐτελεστέρα ἄσκησις Xen. Hipparch. 1, 16. – Adv. εὐτελῶς, einfach, ohne großen Aufwand, τρέφειν Xen. Cyr. 8, 3, 46; ϑεραπεύειν τοὺς ϑεούς Conv. 4, 49; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Τέλης — Τέλευς masc nom pl Τέλευς masc nom/voc pl Τέλης masc acc pl (attic epic doric) Τέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Τέλης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο …   Dictionary of Greek

  • τελῇς — τελέω fulfil pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλης — τελέω fulfil imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσιν — Τέλης masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσσι — Τέλης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσσιν — Τέλης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελῶν — Τέλης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλεα — Τέλης masc acc sg (epic ionic) Τελέης masc voc sg Τελέης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλους — Τέλης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”