- εὐ-τιθάσευτος
εὐ-τιθάσευτος, leicht zu zähmen, Strab. XV, 705.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-τιθάσευτος, leicht zu zähmen, Strab. XV, 705.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιθασευτός — ή, όν, Α [τιθασεύω] εξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να τιθασεύσει … Dictionary of Greek