- εὐ-τειχής
εὐ-τειχής, ές, dasselbe, δόμος Pind. N. 7, 46, πύλαι I. 5, 72, πρόϑυρον Ol. 6, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-τειχής, ές, dasselbe, δόμος Pind. N. 7, 46, πύλαι I. 5, 72, πρόϑυρον Ol. 6, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευτειχής — εὐτειχής, ές και ἐϋτειχής, ές (Α) εὐτείχεος* (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι τειχής, επτα τειχής] … Dictionary of Greek
θεοτείχης — θεοτείχης, ες (Α) (για την Τροία) αυτή τής οποίας τα τείχη έχουν κτιστεί από θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τειχής (< τείχος), πρβλ. επτα τειχής, χαλκο τειχής] … Dictionary of Greek
λινοτειχής — λινοτειχής, ές (Α) αυτός που έχει λινά τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφι τειχής, χαλκο τειχής] … Dictionary of Greek
μελαντειχής — μελαντειχής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῡν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφι τειχής, χαλκο τειχής] … Dictionary of Greek
χαλκοτειχής — ές, Α αυτός που έχει χάλκινο τείχωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. μελαν τειχής] … Dictionary of Greek
αμφιτειχής — ἀμφιτειχής, ές (Α) αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τειχὴς < τεῖχος] … Dictionary of Greek
ευτείχεος — εὐτείχειος, ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος τού ευ τειχής για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μεγατειχής — μεγατειχής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλο τείχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τειχής (< τεῖχος)] … Dictionary of Greek