εὐ-τερπής

εὐ-τερπής

εὐ-τερπής, ές, wohl erfreuend, ergötzend, ὕμνων ἄνϑος Pind. Ol. 6, 105; φωνή Nestor. 1 (IX, 364).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρπῃς — τέρπω delight pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • δημοτερπής — δημοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + τερπής < *τέρπος (το) το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α τερπής, ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

  • ευτερπής — εὐτερπής, ές (Α) τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • θεοτερπής — θεοτερπής, ές (AM) αυτός που ευχαριστεί τους θεούς, ο θεάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • θυμοτερπής — θυμοτερπής, ές (Μ) αυτός που τέρπει την ψυχή, αυτός που ευχαριστεί την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • ισοτερπής — ἰσοτερπής, ές (Μ) αυτός που παρέχει ίση τέρψη, ίση ικανοποίηση, με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • κακοτερπής — κακοτερπής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται με το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοτερπής — κοσμοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστεί τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. θυμο τερπής, χορο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • λογοτερπής — λογοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστιέται με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τερπής(< τέρπω), πρβλ. επι τερπής, ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

  • μελιτερπής — μελιτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + τερπής (< τέρπω), θεο τερπής, θυμο τερπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”