- εὐ-τύχεια
εὐ-τύχεια, ἡ, = εὐτυχία, Soph. frg. 882.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-τύχεια, ἡ, = εὐτυχία, Soph. frg. 882.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυχείον — τὸ, ΜΑ μσν. (στο Βυζ.) ναός τού προστάτη μιας πόλης αρχ. στον πληθ. τὰ τυχεῑα γιορτή στην Λάμψακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + επίθημα εῖον (πρβλ. σχολ εῖον)] … Dictionary of Greek