εὐ-τόρνευτος

εὐ-τόρνευτος

εὐ-τόρνευτος, gut gedrechselt, gerundet, λάγυνος Ep. ad. 77 (V, 135).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τορνευτός — ή, ό / τορνευτός, ή, όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, ή, όν, Α [τορνεύω] επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.) νεοελλ. αυτός που έχει ωραίες γραμμές και… …   Dictionary of Greek

  • τορνευτός — ή, ό 1. αυτός που είναι επεξεργασμένος με τόρνο: Τορνευτό καρεκλοπόδαρο. 2. μτφ., πλαστικός, καλλίγραμμος: Τορνευτές γάμπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορονευτός — ή, όν, Α τορνευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τορνευτός (για τη μορφή βλ. λ. τορόνος)] …   Dictionary of Greek

  • γλυπτός — ή, ό (AM γλυπτός, ή, όν) [γλύφω] 1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός 2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής μσν. τορνευτός, καλοφτιαγμένος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά τα λατομεία …   Dictionary of Greek

  • ευτόρνευτος — η, ο (Α εὐτόρνευτος, ον) 1. αυτός που είναι καλά τορνευμένος, ο καλά στρογγυλεμένος 2. αυτός που τορνεύεται εύκολα, ο ευκολοτόρνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τορνευτός (< τορνεύω < τόρνος)] …   Dictionary of Greek

  • εύτορνος — η, ο (Α εὔτορνος, ον) αυτός που είναι καλά τορνευμένος, καλά στρογγυλεμένος, ο τορνευτός αρχ. (για ξύλο) αυτό που στρογγυλεύεται εύκολα, το ευκολοτόρνευτο, το ευστρογγύλωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόρνος] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροτόρνευτος — μαρμαροτόρνευτος, η, ον (Μ) αυτός που είναι κατασκευασμένος από τορνεμένο μάρμαρο, μαρμαροπελεκημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + τορνευτός (< τορνεύω)] …   Dictionary of Greek

  • τορνωτός — ή, όν, Α [τορνῶ, οῡμαι] τορνευτός, στρογγυλεμένος με τόρνο …   Dictionary of Greek

  • τορυνευτός — ή, όν, Α βλ. τορνευτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”