εὐ-τροφία

εὐ-τροφία

εὐ-τροφία, , gute, reichliche Nahrung, nahrhafte Kost, Medic.; gute Ernährung, σωμάτων u. ψυχῶν, Plat. Prot. 351 a; Arist. u.Sp.; – die Wohlgenährtheit, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροφιά — τροφιά̱ , τροφιά fem nom/voc/acc dual τροφιά̱ , τροφιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφιά — ἡ, Α η σποδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή /τροφός + κατάλ. ιά (πρβλ. σποδ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • τροφίαν — τροφίᾱν , τροφίας brought up in the house masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροφίας brought up in the house masc acc sg τροφίᾱν , τροφίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροφίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • κυοτροφία — κυοτροφία, ἡ (Α) η θρέψη τού εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] …   Dictionary of Greek

  • κυπρινοτροφία — η κλάδος τής ιχθυολογίας που έχει ως αντικείμενο τη διατροφή τών κυπρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] …   Dictionary of Greek

  • Chemotroph — A black smoker in the Atlantic Ocean providing energy and nutrients Chemotrophs are organisms that obtain energy by the oxidation of electron donors in their environments. These molecules can be organic (chemoorganotrophs) or inorganic… …   Wikipedia

  • μετριοτροφία — μετριοτροφία, ἡ (Μ) το μέτριο φαγητό, η εγκράτεια στην τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + τροφία (πρβλ. ολιγο τροφία), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μετριοτρόφος] …   Dictionary of Greek

  • μονοτροφία — μονοτροφία, ἡ (Α) η ιδιαίτερη ανατροφή, το να ανατρέφονται τα τέκνα μόνα, όχι σε ομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία] …   Dictionary of Greek

  • πτωχοτροφία — ἡ, ΜΑ η περίθαλψη των φτωχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ξενο τροφία] …   Dictionary of Greek

  • σκιατροφία — σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc/acc dual σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc nom/voc/acc dual σκιατροφίας masc voc sg σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc voc sg (attic) σκιατροφίᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”