- εὐ-τραπής
εὐ-τραπής, ές, = εὐτρεπής, Nic. frg. 2, 71, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-τραπής, ές, = εὐτρεπής, Nic. frg. 2, 71, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράπης — ο, Ν (πετρογρ.) βράχος ηφαιστειογενούς προέλευσης ο οποίος βρίσκεται στις άκρες φλεβών διαφόρων ορυκτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trap < σουηδ. trapp < σουηδ. trappa «σκάλα», λόγω του ότι υψώνονται το ένα πάνω στο άλλο δίνοντας έτσι την εικόνα… … Dictionary of Greek
τραπῇς — τέρπω delight aor subj pass 2nd sg τραπέω tread grapes pres subj act 2nd sg τρέπω Studien zum griech. Perf. aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπῃς — τρέπω Studien zum griech. Perf. aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)