πτῆσις

πτῆσις

πτῆσις, , das Fliegen; οἰωνῶν, Aesch. Prom. 486; Arist. eth. 10, 4, 3; πρόςγειος, Luc. pro imag. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτῆσις — flight fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτήσις — ήσεως, ἡ, ΜΑ βλ. πτήση …   Dictionary of Greek

  • πτήσει — πέτομαι fly fut ind mid 2nd sg πτή̱σει , πτῆσις flight fem nom/voc/acc dual (attic epic) πτή̱σεϊ , πτῆσις flight fem dat sg (epic) πτή̱σει , πτῆσις flight fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να …   Dictionary of Greek

  • πτήσεις — πτή̱σεις , πτῆσις flight fem nom/voc pl (attic epic) πτή̱σεις , πτῆσις flight fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπτησία — εὐπτησία, ἡ (Α) η επιδεξιότητα στο πέταγμα, η εμπειρία στην πτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτήσις (< θ. πτησ τού ρ. πέτ ομαι «πετώ», πρβλ. μέλλ. πτήσ ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πτήσιμος — ον, Α [πτῆσις] (για λόγο) αυτός που μπορεί να πετάει …   Dictionary of Greek

  • ԹՌԻՉ — ( ) NBH 1 0822 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c, 15c գ.ա. διάπτων (stella cadens) Աստղանման լոյս թռուցեալ. որ եւ ԹՌԻՉ ԱՍՏՂ ասի. ասուպ. շիհապ, շիւհիւպ. *Դիատոնք, որ են թռիչ. Արիստ. աշխ.: *Թռիչք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ρετσινάτος — η, ο αυτός που περιέχει ρετσίνι· το ουδ. ως ουσ., ρετσινάτο, το η ρετσίνα (το κρασί): Ήτο ωραίο ρετσινάτο όλο άρωμα και αφρός και πτήσις (Παπαδιαμάντης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτῆσιν — πέτομαι fly aor subj mid 2nd sg (epic) πέτομαι fly aor subj mid 2nd sg (epic) πτῆσις flight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτήσεσι — πτή̱σεσι , πτῆσις flight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”