- εὐ-σίδηρος
εὐ-σίδηρος, wohl mit Eisen versehen, Schol. Hes. Sc. 273.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σίδηρος, wohl mit Eisen versehen, Schol. Hes. Sc. 273.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίδηρος — iron masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σίδηρος — ο 1. χημικό στοιχείο, μέταλλο. 2. σίδερο. 3. «εποχή του σιδήρου», η τελευταία από τις μεγάλες εποχές της εξέλιξης του ανθρώπου· «διά πυρός και σιδήρου», με τη βία. 4. το χημικό στοιχείο ως συστατικό του αίματος: Ο οργανισμός του ανθρώπου έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὁπόσα φάρμακα οὐκ ἰῆται, σίδηρος ἰῆται, ὅσα σίδηρος οὐκ ἰῆται, πῦρ ἰῆται. — См. Железный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐ πῦρ, οὐ σίδηρος οὐδὲ χαλκὸς εἴργει μή φοιτᾶν ἐπὶ δείπνον. — См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Сидероз глаза — (Σίδηρος железо) состояние глаза, при котором во всех тканях глаза, особенно в сетчатой оболочке, можно с помощью микроскопа найти железо. При попадании в глаз осколка железа и застревании его в какой либо части его, напр. хрусталике, последний… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σιδήρους — σίδηρος iron masc acc pl σιδηρόω overlay with iron imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρε — σίδηρος iron masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηροι — σίδηρος iron masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek