εὐ-σκόπελος

εὐ-σκόπελος

εὐ-σκόπελος, klippenreich, St. B. v. Νιφάτης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκόπελος — lookoutplace masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… …   Dictionary of Greek

  • Σκόπελος — Sp Skòpelas Ap Σκόπελος/Skopelos L s. ir g tė Š. Sporadų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • σκόπελος — ο 1. βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας: Το καράβι προσέκρουσε σε σκόπελο και βυθίστηκε. 2. εμπόδιο, δυσχέρεια: Παρέκαμψε το σκόπελο των εισαγωγικών εξετάσεων με την εγγραφή του σε ξένο πανεπιστήμιο. 3. κίνδυνος: Αυτός ονέος έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αχιλλού — Σκόπελος στο Ιόνιο πέλαγος, ανάμεσα στη Λευκάδα και την Πρέβεζα, στον όρμο του Αγίου Νικολάου του Αμβρακικού κόλπου. Στους αγγλικούς υδρογραφικούς χάρτες σημειώνεται με το όνομα Ahilleo Rock …   Dictionary of Greek

  • Δαπόντες, Καισάριος — (Σκόπελος 1714 – Άγιον Όρος 1784). Ποιητής, χρονογράφος και μοναχός. Σπούδασε πρώτα στο σχολείο του πατέρα του στη Σκόπελο και συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι. Κατόπιν, υπηρέτησε ως γραμματικός του Κωνσταντίνου… …   Dictionary of Greek

  • Κουντουράς, Μιλτιάδης — (Σκόπελος Λέσβου 1889 – 1940). Φιλόλογος και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διορίστηκε καθηγητής στην Εμπορική Σχολή της Χίου και μετά στο γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Το 1923 πήγε στη Γερμανία, όπου έμεινε τρία χρόνια και… …   Dictionary of Greek

  • Μαρής, Γιάννης — (Σκόπελος 1916 – 1980). Φιλολογικό ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Τσιριμώκου. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των πολιτικών και λογοτεχνών Τσιριμώκου της Λαμίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου… …   Dictionary of Greek

  • σκοπέλους — σκόπελος lookoutplace masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπελε — σκόπελος lookoutplace masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπελοι — σκόπελος lookoutplace masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”