- εὐ-σύμ-βλητος
εὐ-σύμ-βλητος, leicht zu errathen, zu verstehen, χρησμῳδία εὐξ. Aesch. Prom. 777; τέρας Her. 7, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σύμ-βλητος, leicht zu errathen, zu verstehen, χρησμῳδία εὐξ. Aesch. Prom. 777; τέρας Her. 7, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek