ετεροσχήμων — ἑτεροσχήμων, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος 2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα. επίρρ... ἑτεροσχημόνως (Α) με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυ… … Dictionary of Greek
ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… … Dictionary of Greek
καινοσχήμων — καινοσχήμων, όσχημον (AM) (μόνο στο ουδ.) καινόσχημον αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο σχήμα («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων, μεγαλο… … Dictionary of Greek
κακοσχήμων — κακοσχήμων, όσχημον (Α) απρεπής, άτοπος. επίρρ... κακοσχημόνως (Α) με κακοσχήμονα τρόπο, όχι κόσμια, κακώς, απρεπώς, ατόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. απλο σχήμων, καινο σχήμων] … Dictionary of Greek
μικροσχήμων — μικροσχήμων, μικρόσχημον (Μ) μικρόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων, μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
λευκοσχήμων — λευκοσχήμων, ὁ, ἡ (Α) άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. κακο σχήμων] … Dictionary of Greek
μεγαλοσχήμων — ον (Α μεγαλοσχήμων, ον) (για μοναχό) μεγαλόσχημος* αρχ. μεγαλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων] … Dictionary of Greek
ομοιοσχήμων — ὁμοιοσχήμων, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με κάποιον άλλο, ομοιόσχημος. επίρρ... ὁμοιοσχημόνως (ΑΜ) με την ίδια μορφή, στο ίδιο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
ομοσχήμων — ὁμοσχήμων, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο σχήμα, την ίδια μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
πανσχήμων — ον, Α αυτός που έχει κάθε είδους σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek