- εὐ-σχιδής
εὐ-σχιδής, ές, = Folgdm, κάλαμοι Iul. Aeg. 11 (VI, 68); κέρατα Opp. Cyn. 2, 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σχιδής, ές, = Folgdm, κάλαμοι Iul. Aeg. 11 (VI, 68); κέρατα Opp. Cyn. 2, 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσχιδής — εὐσχιδής, ές (ΑΜ, Α και ἐϋσχιδής) εύσχιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιδης (< θ. σχίδ τού σχίζω), πρβλ. νεο σχιδής, πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
λεπτοσχιδής — λεπτοσχιδής, ές (Α) (για σάνδαλα) αυτός που έχει λεπτή σχισμή, λεπτό άνοιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σχιδής (< σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, νεο σχιδής] … Dictionary of Greek
μεγασχιδής — μεγασχιδής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλο σχίσμα, που είναι σχισμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
μεσοσχιδής — μεσοσχιδής, ές (Α) αυτός που είναι σχισμένος στη μέση, στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
νεοσχιδής — νεοσχιδής, ές (Α) αυτός που σχίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σχιδής (< σχίδος < θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
χαμαισχιδής — ές, Α αυτός που διακλαδώνεται αμέσως από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω*), πρβλ. εὐ σχιδής, νεο σχιδής) … Dictionary of Greek
μονοσχιδής — μονοσχιδής, ές (Α) (για σύριγγα) αυτός που έχει μόνο μία σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
μυριοσχιδής — μυριοσχιδής, ές (Μ) αυτός που σχίζεται σε πάρα πολλά μέρη, που έχει αναρίθμητες υποδιαιρέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
ολιγοσχιδής — ὀλιγοσχιδής, ές (ΑΜ) (για δρόμο) αυτός που έχει λίγες διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σχιδής (< θ. σχιδ του σχίζω*), πρβλ. ακρο σχιδής] … Dictionary of Greek
πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
πτεροσχιδής — ές, Ν βοτ. (για φύλλα) αυτός που έχει παράλληλες εντομές και από την μια και από την άλλη μεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + σχιδής (< σχίζω*), πρβλ. πολυ σχιδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Γ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek