- εὐ-συν-ήγορος
εὐ-συν-ήγορος, wohl vertheidigend, Cram. Anecd. 4 p. 329.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-συν-ήγορος, wohl vertheidigend, Cram. Anecd. 4 p. 329.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος … Dictionary of Greek
συνήγορος — ο, η / συνήγορος, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, ον, Α ως ουσ. 1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια 2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου νεοελλ. (νομ.) ο νομικός… … Dictionary of Greek
παρήγορος — η, ο / παρήγορος και δωρ. τ. παράγορος, ον, Α αυτός που απαλύνει τον ψυχικό πόνο και επιφέρει ηρεμία και αισιοδοξία στην ψυχή, παραμυθητικός αρχ. 1. αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική κατάσταση («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῡ», Μάρκ.… … Dictionary of Greek
ευήγορος — εὐήγορος, ον (Α) αυτός που λέει καλά, αίσια λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * ηγορος (< αγορεύω), πρβλ. παρ ήγορος, συν ήγορος] … Dictionary of Greek
ισήγορος — ἰσήγορος, ον (Α) αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήγορος (< ἀγορά) το η λόγω τής συνθέσεως , πρβλ. κατ ήγορος, συν ήγορος] … Dictionary of Greek
ομήγοροι — ὁμήγοροι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰσάγοροι, ἐν ταυτῷ συνήγοροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἀγορεύω. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κατ ήγορος, συν ήγορος)] … Dictionary of Greek
προήγορος — δωρ. τ. προάγορος, ό, Α 1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής 2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν… … Dictionary of Greek
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek
ευσυνήγορος — εὐσυνήγορος, ον (Α) έμπειρος, ικανός στη συνηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν ήγορος] … Dictionary of Greek
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek