- εὐ-συν-άρμοστος
εὐ-συν-άρμοστος, leicht zusammenzufügen, zu passen, Arist. gen. an. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-συν-άρμοστος, leicht zusammenzufügen, zu passen, Arist. gen. an. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek