- εὐ-συν-είδητος
εὐ-συν-είδητος, der ein gutes Gewissen hat, M. Ant. 6, 30; Clem. Al. u. a. K. S. – Adv., Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-συν-είδητος, der ein gutes Gewissen hat, M. Ant. 6, 30; Clem. Al. u. a. K. S. – Adv., Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσυνείδητος — η, ο (ΑΜ εὐσυνείδητος, ον) (για πράξη, εργασία κ.λπ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ευσυνειδησίας, που έχει γίνει με ευσυνειδησία, εντιμότητα και σοβαρότητα (α. «ευσυνείδητη εργασία» β. «εὐσυνείδητον πρᾱγμα») νεοελλ. εκείνος που έχει συνείδηση τών… … Dictionary of Greek