- εὐ-συγ-χώρητος
εὐ-συγ-χώρητος, Erkl. von ἐπίεικτον, Schol. Il. 8, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-συγ-χώρητος, Erkl. von ἐπίεικτον, Schol. Il. 8, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοχώρητος — θεοχώρητος, ον (AM) αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χώρητος (< χωρώ + χώρος), πρβλ. α δια χώρητος, α συγ χώρητος] … Dictionary of Greek