- εὐ-στάφυλος
εὐ-στάφυλος, traubenreich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-στάφυλος, traubenreich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Στάφυλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στάφυλος — Κατά την ελληνική μυθολογία, γιος του Διόνυσου ή του Θησέα και της Αριάδνης, που είχε πάρει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Είχε πάρει γυναίκα του την Χρυσόθεμη και είχε αποχτήσει μαζί της τρεις κόρες, τη Μολπαδία, τη Ροιώ και την Παρθένο.… … Dictionary of Greek
Σταφύλοιο — Στάφυλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταφύλοις — Στάφυλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταφύλου — Στάφυλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταφύλων — Στάφυλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταφύλῳ — Στάφυλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στάφυλε — Στάφυλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στάφυλοι — Στάφυλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στάφυλον — Στάφυλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστάφυλος — καλλιστάφυλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. γλυκερο στάφυλος, μεγαλο στάφυλος] … Dictionary of Greek