- εὐ-στομαχία
εὐ-στομαχία, ἡ, die Tauglichkeit für den Magen, Verdaulichkeit, Meedic.; Hices. bei Ath. VII, 298 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-στομαχία, ἡ, die Tauglichkeit für den Magen, Verdaulichkeit, Meedic.; Hices. bei Ath. VII, 298 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλοστομαχία — καλοστομαχία, ἡ (Μ) ευπεψία, χωνευτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στομαχία (< στόμαχος < στόμαχος), πρβλ. κακο στομαχία] … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
πατσίτσες — οι [πατσάς] (υποκορ. τού πατσάς) στομάχια και κοιλιές προβάτων ή κατσικιών μαγειρεμένα κατά μικρά κομμάτια … Dictionary of Greek
πολυκοίλιος — ον, Α (για ζώο) αυτός που έχει πολλές κοιλιές, πολλά στομάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. μακρο κοίλιος] … Dictionary of Greek
αρχιτευθίς — (architeuthis). Γιγαντιαίο κεφαλόποδο της οικογένειας των αρχιτευθιδών με βραχίονες πάχους ανθρώπινου ποδιού, που ζει στα μεγάλα ωκεάνια βάθη. Είναι ζώο σπάνιο, γνωστό σχεδόν αποκλειστικά από τμήματά του, που βρίσκονται στα στομάχια φυσητήρων,… … Dictionary of Greek