εὐ-σταλία

εὐ-σταλία

εὐ-σταλία, , ion. = εὐστάλεια, Leichtigkeit, Gewandtheit, Hippocr.; leichte Rüstung, καὶ κουφότης τῆς στρατιᾶς Plut. Sert. 13, wo εὐστάλεια zu ändern ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταλιά — η, Ν 1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα 2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό») 3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σταλία — η, Ν (ναυτ. δίκ.) χρόνος αναμονής πλοίου προς φόρτωση ή εκφόρτωση στις επιτούτου λιμενικές εγκαταστάσεις …   Dictionary of Greek

  • σταλιά — η βλ. στάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …   Wikipedia

  • Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 …   Wikipedia

  • μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …   Dictionary of Greek

  • ντιπ — επίρρ. 1. ολοκληρωτικά, ολωσδιόλου, ολότελα («είναι ντιπ φτωχός») 2. (σε αρνητ. πρότ.) καθόλου, ούτε μια σταλιά («δεν σκαμπάζει ντιπ από μουσική») 3. συντίθεται με την πρόθεση κατά προκειμένου να δηλώσει εμφαντικά μια έννοια και μερικές φορές… …   Dictionary of Greek

  • ρονιά — και ρουνιά, η, Ν (ιδίως στον πληθ.) οι ρονιές και οι ρουνιές α) οι σταγόνες τής βροχής που πέφτουν από τη στέγη β) η ροή τών δακρύων («τα μάτια του έτρεχαν ρονιές», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για συμφυρμό τών λ. ροή και σταλιά, πιθ. κατ… …   Dictionary of Greek

  • σκατό — το, Ν 1. ανθρώπινο ή ζωικό περίττωμα, κόπρανο 2. μτφ. παιδί άπραγο, άμαθο («μια σταλιά σκατό και σού κάνει τον έξυπνο») 3. στον πληθ. «σκατά» χυδαία αναφώνηση αγανάκτησης ή οργίλης άρνησης 4. φρ. «σκατά κι απόσκατα» λέγεται για πράγματα που είναι …   Dictionary of Greek

  • σταξιά — η, Ν σταλιά, σταλαγματιά, σταγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάξη + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”