- εὐ-στραφής
εὐ-στραφής, ές, = εὐστρεφής; übertr., gewandt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-στραφής, ές, = εὐστρεφής; übertr., gewandt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραφῇς — στράπτω lighten aor subj pass 2nd sg στρέφω Aër. aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστραφής — εὐστραφής, ές (Α) ο ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στραφής (< στρέφω), πρβλ. α στραφής, επι στραφής] … Dictionary of Greek
παλινστραφής — παλινστραφής, ές (Α) στραμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στραφής (< στρέφω), πρβλ. ευ στραφής] … Dictionary of Greek