- εὐ-σπάθητος
εὐ-σπάθητος, wohlgewebt, Hesych. v. τρίμιτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σπάθητος, wohlgewebt, Hesych. v. τρίμιτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαθητός — ή, όν και δωρ. τ. σπαθατός, ά, όν, Α [σπαθῶ] 1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν γυναικεῑον» … Dictionary of Greek
σπαθητόν — σπαθητός struck with the masc acc sg σπαθητός struck with the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθητοῖς — σπαθητός struck with the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροσπάθητος — καιροσπάθητος, ον (Α) πυκνά υφασμένος, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα νήματα τού στημονιού τού αργαλειού» + σπάθητος (< σπαθῶ «υφαίνω σφιχτά»), πρβλ. ευ σπάθητος, λεπτο σπάθητος] … Dictionary of Greek
λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] … Dictionary of Greek
ευσπάθητος — εὐσπάθητος, ον (Α) ο υφασμένος προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σπαθητός (< σπαθώ «κτυπώ το στημόνι με τη σπάθη τού αργαλειού»)] … Dictionary of Greek
σπαθατός — ά, όν, Α (δωρ. τ.) βλ. σπαθητός … Dictionary of Greek