- εὐρώδης
εὐρώδης, ες, poet. für εὐρύς, Τροία, Soph. Ai. 1169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρώδης, ες, poet. für εὐρύς, Τροία, Soph. Ai. 1169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρώδης — εὐρώδης, ες (Α) ευρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού ευρύς*] … Dictionary of Greek
εὐρώδη — εὐρώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐρώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐρώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωδέστερα — εὐρώδης neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρώεις — εὐρώεις εσσα, εν (Α) 1. μουχλιασμένος 2. υγρός και σκοτεινός (α. «εἰς Ἀίδεω δόμον εὐρώεντα» στο σκοτεινό παλάτι τού Άδη, Ομ. Οδ. β. «τάφον εὐρώεντα» υγρό και σκοτεινό τάφο, Σοφ.) 3. ευρώδης, ευρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρώς «μούχλα». Αργότερα η λέξη… … Dictionary of Greek