- εὐρύ-τῑμος
εὐρύ-τῑμος, weit u. breit verehrt, Ζεύς Pind. Ol. 1, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρύ-τῑμος, weit u. breit verehrt, Ζεύς Pind. Ol. 1, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] … Dictionary of Greek