εὐρύ-στερνος

εὐρύ-στερνος

εὐρύ-στερνος, mit breiter Brust, stark, Ἀϑάνα Theocr. l 8, 36; vgl. Orph. Lith. 542; γαῖα, die breite Erde, Hes. Th. 117; οὐρανός Ep. ad. 495 (Plan. 303); Orph. Lith. 639.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηριόστερνος — θηριόστερνος, ον (Μ) αυτός που έχει καρδιά θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίστερνος — καλλίστερνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] …   Dictionary of Greek

  • λασιόστερνος — η, ο (Α λασιόστερνος, ον) αυτός που έχει δασύ στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, καλλί στερνος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόστερνος — και χαλκεόστερνος, ον, Α χαλκοθώραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. δασύ στερνος, εὐρύ στερνος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόστερνος — μεγαλόστερνος, ον (ΑM) αυτός που έχει μεγάλο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στέρνον (πρβλ. αμφί στερνος, ευρύ στερνος)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόστερνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μτφ. αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος] …   Dictionary of Greek

  • ροδόστερνος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στέρνον (πρβλ. δασύ στερνος, ευρύ στερνος)] …   Dictionary of Greek

  • μελάνστερνος — μελάνστερνος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στέρνον (πρβλ. ευρύ στερνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”