- εὐ-ρόθιοι
εὐ-ρόθιοι, κεραυνοί, schnell einherfahrend, Orph. H. 19, 7, nach Herm. Verbesserung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ρόθιοι, κεραυνοί, schnell einherfahrend, Orph. H. 19, 7, nach Herm. Verbesserung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥόθιοι — ῥόθιος rushing masc nom/voc pl ῥόθιος rushing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… … Dictionary of Greek