- εὐρυ-θέμειλος
εὐρυ-θέμειλος, dasselbe, Paul. Sil.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-θέμειλος, dasselbe, Paul. Sil.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιθέμειλος — καλλιθέμειλος, ον (Μ) καλλιθέμεθλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμειλος (< θέμειλον «θεμέλιο»), πρβλ. ευρυ θέμειλος] … Dictionary of Greek