- εὐρυ-χανής
εὐρυ-χανής, ές, dasselbe, γαστήρ Opp. H. 3, 344; mit weitgeöffnetem Munde, Nonn. 22, 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-χανής, ές, dasselbe, γαστήρ Opp. H. 3, 344; mit weitgeöffnetem Munde, Nonn. 22, 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυχανής — εὐρυχανής, ές (ΑΜ) ο πολύ ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χανής (< χάνος «στόμα, φάρυγγας»), πρβλ. α χανής, ημι χανής] … Dictionary of Greek
ημιχανής — ἡμιχανής, ές (Α) ανοιχτός κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χανης (< χάνος, το, «στόμα»), πρβλ. α χανής, ευρυ χανής] … Dictionary of Greek