- εὐρυ-χανδής
εὐρυ-χανδής, ές, = εὐρυχαδής, Eust.; Schol. Luc. Lex. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-χανδής, ές, = εὐρυχαδής, Eust.; Schol. Luc. Lex. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυχανδής — εὐρυχανδής, ές (Μ) ο ευρυχαδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευ χανδής, περι χανδής] … Dictionary of Greek
ευχανδής — εὐχανδής, ές (Α) ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χανδής (< χαίνω), πρβλ. ευρυ χανδής, περι χανδής] … Dictionary of Greek
πολυχανδής — ές, ΜΑ 1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά 2. ευρύχωρος, φαρδύς («λαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυ χανδής] … Dictionary of Greek