- εὐρυ-φυής
εὐρυ-φυής, ές, breit wachsend, die Gerste, Od. 4, 604.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-φυής, ές, breit wachsend, die Gerste, Od. 4, 604.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυφυής — εὐρυφυής, ές (Α) (για το κριθάρι) αυτός που φύεται σε πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φυής (< ουσ. φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
ισοφυής — ἰσοφυής, ές (Α) 1. αυτός που έχει αναπτυχθεί εξίσου, ο συμμετρικός 2. αυτός που έχει την ίδια φύση με κάποιον άλλο («ἰσοφυἠς καὶ ὁμοούσιος»). επίρρ... ἰσοφυῶς (Α) με τρόπο φυσικό, φυσικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ … Dictionary of Greek
καλλιφυής — καλλιφυής, ές (Α) αυτός που έχει ωραίο ανάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φυής (< φύος), πρβλ. ευρυ φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek