- εὐρυ-ρέεθρος
εὐρυ-ρέεθρος, breitfließend, Axios, Il. 21, 141.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-ρέεθρος, breitfließend, Axios, Il. 21, 141.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιρέεθρος — και καλλιρρέεθρος ον (Α) αυτός που ρέει όμορφα («ἐς κρήνην... καλλιρέεθρον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ρέεθρος (< ῥέεθρον < ῥέω), πρβλ. ευρυ ρέεθρος, ωκυ ρέεθρος] … Dictionary of Greek