- εὐ-πήματος
εὐ-πήματος, leicht zu beschädigen, Paus. 10, 22, 9, in ἀπήμαντος geändert,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πήματος, leicht zu beschädigen, Paus. 10, 22, 9, in ἀπήμαντος geändert,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πήματος — πή̱ματος , πῆμα misery neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek