- εὐ-πίσσωτος
εὐ-πίσσωτος, gut verpicht, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πίσσωτος, gut verpicht, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πισσωτός — ή, ό / πισσωτός, ή, όν, ΝΑ, και αττ. τ. πιττωτός, Α [πισσώ] ο αλειμμένος με πίσσα … Dictionary of Greek
πισσωτός — ή, ό ο σκεπασμένος ή αλειμμένος με πίσσα: Στέγη πισσωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιττωτά — πισσωτά̱ , πισσωτής one who pitches masc nom/voc/acc dual πισσωτά , πισσωτής one who pitches masc voc sg πισσωτά , πισσωτής one who pitches masc nom sg (epic) πισσωτά , πισσωτός pitched neut nom/voc/acc pl πισσωτά̱ , πισσωτός pitched fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττωτῶν — πισσωτῶν , πισσωτής one who pitches masc gen pl πισσωτῶν , πισσωτός pitched fem gen pl πισσωτῶν , πισσωτός pitched masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττωτός — ή, όν, Α (αττ. τ.) βλ. πισσωτός … Dictionary of Greek
πιττωταῖς — πισσωταῖς , πισσωτής one who pitches masc dat pl πισσωταῖς , πισσωτός pitched fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττωταί — πισσωταί , πισσωτής one who pitches masc nom/voc pl πισσωταί , πισσωτός pitched fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττωτάς — πισσωτά̱ς , πισσωτής one who pitches masc acc pl πισσωτά̱ς , πισσωτής one who pitches masc nom sg (epic doric aeolic) πισσωτά̱ς , πισσωτός pitched fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)