- εὐ-πέμπελος
εὐ-πέμπελος, gelind, sanft, Aesch. Eum. 454. Vgl. δυςπέμπελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πέμπελος, gelind, sanft, Aesch. Eum. 454. Vgl. δυςπέμπελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέμπελος — aged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπελος — η, ο / πέμπελος, ον, ΜΑ γηραλέος, υπέργηρος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν»… … Dictionary of Greek
πέμπελον — πέμπελος aged masc/fem acc sg πέμπελος aged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπέλου — πέμπελος aged masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπέλων — πέμπελος aged masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπέλῳ — πέμπελος aged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπελα — πέμπελος aged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπέμπελος — ον, ΜΑ τρεις φορές πεμπελος*, παλίμπαις, τελείως ξεμωραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πέμπελος «γηραλέος, υπέργηρος»] … Dictionary of Greek