- εὐ-πάλαμνος
εὐ-πάλαμνος, poet. = Folgdm, μέριμνα, die erfinderische, auf alle Weise sich nährende, Aesch. Ag. 1513, v. l. vom Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πάλαμνος, poet. = Folgdm, μέριμνα, die erfinderische, auf alle Weise sich nährende, Aesch. Ag. 1513, v. l. vom Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… … Dictionary of Greek
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek