- εὐ-πάλαιστρος
εὐ-πάλαιστρος, in der Palästra u. übh. geübt, gewandt, κατά τι, Longin. 34, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πάλαιστρος, in der Palästra u. übh. geübt, gewandt, κατά τι, Longin. 34, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοπάλαιστρος — ον, Α αυτός που αγαπά την παλαίστρα, τις σωματικές ασκήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάλαιστρος (< παλαίστρα), πρβλ. εὐ πάλαιστρος] … Dictionary of Greek