- εὐ-πάταγος
εὐ-πάταγος, ἀσπίς, laut rasselnd, Opp. C. 4, 131, Conj. für ἐν πατάγῳ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πάταγος, ἀσπίς, laut rasselnd, Opp. C. 4, 131, Conj. für ἐν πατάγῳ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάταγος — clatter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ … Dictionary of Greek
πάταγος — ο 1. θόρυβος, κρότος δυνατός. 2. μτφ., εντυπωσιακή είδηση, ζωηρή εντύπωση, έκπληξη: Έκανε πάταγο η ομιλία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατάγοιο — πάταγος clatter masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγοις — πάταγος clatter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγοισι — πάταγος clatter masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγοισιν — πάταγος clatter masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγου — πάταγος clatter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγους — πάταγος clatter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγων — πάταγος clatter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγῳ — πάταγος clatter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)