- εὐ-πάρ-οχος
εὐ-πάρ-οχος, gern darreichend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πάρ-οχος, gern darreichend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπάροχος — εὐπάροχος, ον (Μ) 1. (για άλογα) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα, ο πειθήνιος 2. αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα» < ευ + πάρ οχος (< όχος) με τη σημασία «αυτός που παρέχει… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
πάροχος — (I) ό ΜΑ 1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος 2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ οχος)]. (II) ον, ΜΑ [παρέχω] χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν» … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek