εὐ-πάρειος

εὐ-πάρειος

εὐ-πάρειος, schönwangig, Sp. Vgl. εὐπάρᾳος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπάρειος — εὐπάρειος, ον (ΑΜ) και δωρ. τ. εὐπάραος, ον αυτός που έχει ωραίες παρειές, ο καλλιπάρειος («εὐπαράου... Μεδοίσας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρειος (< παρειά), πρβλ. λευκο πάρειος, μηλο πάρειος] …   Dictionary of Greek

  • ιοπάρειος — ἰοπάρειος, ον (Μ) αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος] …   Dictionary of Greek

  • ισχνοπάρειος — ἰσχνοπάρειος, ον (Α) αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πάρειος (< πα ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιπάρειος — α, ο (AM καλλιπάρειος, ον) αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοπάρειος — μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πάρειος και πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα») …   Dictionary of Greek

  • ροδοπάρειος — α, ο, Ν ροδομάγουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + παρειά «μάγουλο» (πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος)] …   Dictionary of Greek

  • τρυφεροπάρειος — ον, Μ αυτός που έχει τρυφερά μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο πάρειος] …   Dictionary of Greek

  • ερυθροπάρειος — ο αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, ο κοκκινοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + παρειος < παρειά «μάγουλο». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”