- εὐ-πλήρωτος
εὐ-πλήρωτος, leicht zu füllen, S0.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πλήρωτος, leicht zu füllen, S0.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναρθηκοπλήρωτος — ναρθηκοπλήρωτος, ον (Α) αυτός που τοποθετείται στο κοίλο του στελέχους τού φυτού νάρθηξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ, ηκος + πλήρωτος (< πληρῶ), πρβλ. α πλήρωτος, εν πλήρωτος] … Dictionary of Greek
ευεκπλήρωτος — εὐεκπλήρωτος, ον (Α) αυτός που εκπληρώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ πληρωτος (< εκ πληρώ), πρβλ. αν εκ πλήρωτος, δυσ εκπλήρωτος] … Dictionary of Greek